-
1 κινέω
Aκίνησα Il.23.730
, etc.:—[voice] Med. and [voice] Pass., [tense] fut. κινήσομαι (in pass. sense) Pl.Tht. 182c, D.9.51, - ηθήσομαι Ar.Ra. 796, Pl.R. 545d, etc.: [tense] aor. [voice] Med. ([dialect] Ep.)κινήσαντο Opp.C.2.582
: [tense] aor. [voice] Pass. ἐκινήθην, [dialect] Ep.[ per.] 3pl.ἐκίνηθεν Il.16.280
: (cf. κίω):— set in motion, ἄγε κινήσας, of Hermesleading the souls, Od.24.5; simply, move, ;κ. θύρην 22.394
;κ. κάρη Il.17.442
, etc.;Ζέφυρος κ. λήϊον 2.147
;κ. ὄμμα S.Ph. 866
;ναῦς ἐκίνησεν πόδα E.Hec. 940
(lyr.), etc.; σκληρὰ ἡ γῆ ἔσταικινεῖν, i.e. plough, X.Oec.16.11; κ. δόρυ, of a warrior about to attack, E.Andr. 607;κ. στρατιάν Id.Rh.18
(anap.);κ. ὅπλα Th.1.82
; κ. σκάφην rock a cradle, Phylarch.36 J.b in later Gr., set in motion a process of law, etc., PKlein.Form.405, etc.2 remove a thing from its place,ἀνδριάντα Hdt.1.183
; ; κ. τι τῶν ἀκινήτων meddle with things sacred, Hdt.6.134, cf. S. Ant. 1061, Th.4.98; κ. τὰ χρήματα ἐς ἄλλο τι apply them to an alien purpose, Id.2.24;κ. τῶν χρημάτων Id.1.143
, 6.70;κ. τὸ στρατόπεδον X.An.6.4.27
, etc. ( κινεῖν alone, Plb.2.54.2, cf. LXX Ge.20.1, Plu. Dio 27); change, innovate,νόμαια Hdt.3.80
;τοὺς πατρίους νόμους Arist. Pol. 1268b28
;τῶν κειμένων νόμων Zaleuc.
ap. Stob.4.2.19:—[voice] Pass.,νόμιμα κινούμενα Pl.Lg. 797b
;ἰατρικὴ κινηθεῖσα παρὰ τὰ πάτρια Arist. Pol. 1268b35
: so abs. in [voice] Act., change treatment, ib. 1286a13.3 Gramm., inflect,τὰ ῥήματα ἐκίνει τὸ τέλος A.D.Pron.104.15
:—more usu. in [voice] Pass., κατὰ τὸ τέλος κινεῖσθαι ib.104.10.II disturb, of a wasps'nest,τοὺς δ' εἴ πέρ τις.. κινήσῃ ἀέκων Il.16.264
; arouse,κ. τινὰ ἐξ ὕπνου E.Ba. 690
; urge on,φόβος κ. τινά A.Ch. 289
; φυγάδα πρόδρομον κινήσασα having driven him in headlong flight, S.Ant. 109 (lyr.); κ. ἐπιρρόθοις κακοῖσιν attack, assail, ib. 413;μήτηρ κ. κραδίαν, κ. δὲ χόλον E.Med.99
(anap.);ἐάν με κινῇς καὶ ποιήσῃς τὴν χολὴν.. ζέσαι Anaxipp.2
; κ. τινά incite or stir one up to speak, Pl.R. 329e, Ly. 223a, X.Mem.4.2.2; κ. τὰ πολλὰ καὶ ἄτοπα stir up.. questions, Pl.Tht. 163a; call in question an assumption,τὰ μέγιστα κ. τῶν μαθηματικῶν Arist.Cael. 271b11
, cf. Phld.Sign.27;κ. τὸ τὰ ἄκρα.. ἀνταίρειν Str.2.1.12
, cf. Plot.2.1.6;ὁ κινῶν [τὰ φαινόμενα] λόγος S.E.M.8.360
:—[voice] Pass., S.OC 1526; κινεῖται γὰρ εὐθύς μοι χολή my bile is stirred, Pherecr.69.5;κεκινῆσθαι πρός τι X.Oec.8.1
.2 set going, cause, call forth,φθέγματα S.El.18
;πατρὸς στόμα Id.OC 1276
; ;λόγον περί τινος Pl.R. 450a
;πάντα κ. λόγον Id.Phlb. 15e
;κ. ὀδύνην S.Tr. 974
(anap.); ;πάθος Phld. Mus.p.4
K.; πόλεμον, πολέμους, Th.6.34, Pl.R. 566e;Ἐμπεδοκλέα.. πρῶτον ῥητορικὴν κεκινηκέναι Arist.Fr.65
.3 Medic., κ. οὔρησιν, οὖρα, Dsc.2.109, 127; κοιλίαν ib.6.4 sens. obsc.,κ. γυναῖκα Eup.233.3
(nisileg. ἐβίνουν), cf.Ar.Ach. 1052 (v.l.), Eq. 364, Nu. 1103 (lyr., [voice] Pass.), al., AP11.7 ([place name] Nicander);κ. τὰ σκέλεα Herod.5.2
.5 phrases: κ. πᾶν χρῆμα turn every stone, try every way, Hdt.5.96; μὴ κ. εὖ κείμενον 'let sleeping dogs lie', Pl.Phlb. 15c; μὴ κίνει Καμάριναν, ἀκίνητος γὰρ ἀμείνων Orac. ap. St.Byz.; κινεῦντα μηδὲ κάρφος 'not stirring a finger', Herod.3.67, cf. 1.55;μηδ' ὀδόντα κινῆσαι Id.3.49
; κ. τὸν ἀπ' ἴρας πύματον λίθον 'play the last card', Alc.82 (s.v.l.).B [voice] Pass., to be put in motion, go, Il.1.47; <κι>νηθεὶς ἐπῄει dub. in Pi.Fr. 101: generally, to be moved, stir, κινήθη ἀγορή, ἐκίνηθεν φάλαγγες, Il.2.144, 16.280; of an earthquake,Δῆλος ἐκινήθη Hdt.6.98
, Th.2.8;θύελλα κινηθεῖσα S.OC 1660
; τί κεκίνηται; what motion is this? E.Andr. 1226 (anap.); κινεῖσθαι, opp. ἑστάναι, motion, opp. rest, Pl. Sph. 250b, etc.; ὥσπερ χορδαὶ ἐν λύρᾳ συμπαθῶς κινηθεῖσαι vibrating in unison, Plot.4.4.8.2 of persons, to be moved, stirred, ὁ κεκινημένος one who is agitated, excited, Pl.Phdr. 245b, cf. Vett.Val.45.25, al.;κ. παθητικῶς Phld.Rh.1.193
S.3 of dancing,κ. τῷ σώματι Pl.Lg. 656a
.4 move forward, of soldiers, S.OC 1371, E.Rh. 139, Ph. 107; but κ. ἐκ τῆς τάξεως leave the ranks, X.HG2.1.22.6 κεκινημένος περί τι, Lat. versatus in.., Pl.Lg. 908d. -
2 ὠφέλεια
ὠφέλ-εια, ἡ, required by the metre (in iambics), S.El. 944, Ar. Th. 183; whereas [full] ὠφελία is required in E.Andr. 539 (anap.), Fr.78 (lyr.), Ar.Ec. 576 (lyr.): the best codd. of Pl. have ὠφελία more freq. than ὠφέλεια (although B always has ὠφέλεια in Phdr.), and ὠφελία is found in IG12.69.24 (v B. C., Prose), Hyp.Eux.9, and freq. in Phld., as Mus.p.54 K., al.: [dialect] Ion. [full] ὠφελίη Hdt.5.98, al., AP6.187 (Alph.):—A help, aid, succour, esp. in war,ἔπεμπον ἐς τὴν Ἐπίδαμνον.. τὴν ὠ. Th. 1.26
, cf. 39;τὴν ὠ. παρέχειν τινί Id.3.13
, cf. And.3.31;ὠ. ἀνδρὶ φέρειν E.Fr.78
(lyr.);ὠ. προσλήψεσθαι Th.2.7
;ἀπό τινων εὑρίσκεσθαι Id.1.31
;τῆς ὠ. μεταλαμβάνειν Id.1.39
;τυγχάνειν Id.6.17
; ἐπάγεσθαί τινας ἐπ' ὠφελίᾳ for aid, Id.1.3, cf. 5.38; ἀποχρήσασθαι τῇ ἑκατέρου ἡμῶν ὠ. to make full use of the assistance or services we both can give, Id.6.17;μετὰ τῶν κειμένων νόμων ὠφελίας Id.3.82
, cf. D.H. Th.31; οὐδὲν ἰατρικῆς δεῖται οὐδ' ὠφελίας or any other aid, Pl.Ly. 217a, cf. R. 559b; καὶ τοῖσιν ἑλκωθεῖσιν ὠφελίαν ( ὠφέλειαν codd., unmetrically)ἔχει Com.Adesp.106.8
.II profit, advantage,βούλευμα ἀπ' οὗ.. οὐδεμία ἔμελλε ὠφελίη ἔσεσθαι Hdt.
l. c.;εἴ τις ὠφέλειά γε S.El. 944
; τὴν κοινὴν ὠ. φυλάξαι the common interest of all, Th. 6.80;τίς ἂν εἴη ἡμῖν ὠ. εἰδόσιν αὐτό; Pl.Chrm. 167b
; opp. βλάβη, X.Cyr.6.2.13, Pl. (v. infr.2), etc.; opp. ζημία, X.Mem.2.3.6; ἐπ' ὠφελείᾳ ἐστί τι ib.1.4.4: c. gen. subjecti, τὴν ὠ. τὴν τῶν τειχέων their utility, Hdt.7.139: c. gen. objecti, ἐπ' ὠφελίᾳ τῶν φίλων for their benefit, Pl.R. 334b; ὠφελίας ἕνεκα ib. 398b;ἐναντία τῇ ἑαυτῶν ὠ. And.2.2
; ἐν ὠ. ἐστί 'tis of use, X.Vect.4.35; after ὠφελεῖν, cf.ὠφελέω 1.5
.2 source of gain or profit, service, freq. in pl.,τὰς ὠ. τὰς ἐκ τῆς στρατείας.. ἐσομένας Isoc.4.15
;αἱ κοιναὶ ὠ. Lys. 19.62
;αἱ ἀπὸ τινος γιγνόμεναι ὠ. Isoc.4.29
;ὠφελίας τε καὶ βλάβας ἀποδιδοῦσα Id.R.332d
;αἱ παρὰ τῶν μισθοδοτούντων αὐτοὺς ὠ. D.15.32
.3 esp. gain made in war, spoil, booty, Plb.2.3.8, 3.82.8, Rev.Arch.6(1935).31 (pl., Amphipolis), LXX 2 Ma.8.20; ὠ. μεγάλαι καὶλάφυρα Plu.2.255b
;ὠφελείας ἀθροῖσαι Id.Cleom.12
;πολλῆς ὠ. κυριεῦσαι D.S.15.36
;τὴν χώραν γέμειν ὠφελείας Plb.3.80.3
; τίθεσθαι τὰ χρήματα δι' ὠφελείας to regard as booty, D.H.7.37; so in the chase, game, X.Cyn.6.4; so of a thief,ὠ. ἑτοίμην καὶ κατειργασμένην ἀφῆκεν Antipho 2.1.4
. (Prob. abstracted fr. οἰκ-ωφελία, which comes fr. οἶκον ὀφέλλειν 'to increase the οἶκος'; cf. ὄφελος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠφέλεια
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
φιλολογία — Ιστορική επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η κριτική και η γραμματική εξέταση και η ερμηνεία των γραπτών εκείνων μνημείων –του παρελθόντος κυρίως– που αποτελούν την έκφραση του πνευματικού πολιτισμού ενός λαού. Πρέπει λοιπόν να διακριθεί ο… … Dictionary of Greek
ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… … Dictionary of Greek
Λόρκα, Φεντερίκο Γκαρθία — (Federico Garcia Lorca, Φουεντεβακέρος, Γρενάδα 1898 – 1936). Ισπανός ποιητής και δραματουργός. Γιος αγρότη και δασκάλας, φοίτησε σε ένα σχολείο ιησουιτών, ενώ το 1923 έλαβε πτυχίο νομικής. Σε όλη τη διάρκεια των σπουδών του (1913 28) σύχναζε… … Dictionary of Greek
επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek